- πιονιέρος
- και πιονέρης, ο, θηλ. -ισσα, Ν1. άνθρωπος πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σκαπανέας, πρωτεργάτης2. συν. στον πληθ. οι πιονιέροιτα μέλη τής οργάνωσης παίδων που ιδρύθηκε το 1922 στη Σοβιετική Ένωση και στην οποία ανήκαν παιδιά ηλικίας 7 έως 14 ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pionnier < γαλλ. pion «πεζικάριος» (< λατ. pes, pedis «πόδι»)].
Dictionary of Greek. 2013.